- βάρα
- βάρᾱ , βάροςweightneut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Farre, der — Der Farre, des n, plur. die n, eine im Hochdeutschen veraltete Benennung eines jungen zweyjährigen Ochsen, eines Stieres, und in weiterer Bedeutung eines jeden Ochsen, welche in der Deutschen Bibel häufig, in der höhern Schreibart aber noch… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek
νίκαθρον — νίκαθρον, τό (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔπαθλον, ἐπινίκιον», ευχαριστήρια προσφορά για νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα θρον (πρβλ. βάρα θρον)] … Dictionary of Greek
σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… … Dictionary of Greek
ψαχνό — το 1. κρέας χωρίς κόκαλα και λίπος. 2. το κύριο θέμα, το ουσιώδες σημείο: Έλα στο ψαχνό. 3. φρ., «Βάρα στο ψαχνό», να πυροβολήσεις όχι για εκφοβισμό, αλλά για σκότωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ВАР — [греч. Βάρας] (V в.), прп. (пам. греч. 16 мая). Жил в царствование визант. имп. Зинона. Происходил из Египта, однако подвизался в окрестностях К поля в одно время с преподобными Равулой и Потапием. Основал мон рь Пéтра, посвященный Иоанну… … Православная энциклопедия